- οχλαρχικός
- ὀχλαρχικός, -ή, -όν (Μ)επιτήδειος στο να διεγείρει και να προσελκύει τον όχλο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄχλος + ἀρχικός πιθ. μέσω αμάρτυρου *ὀχλάρχης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
όχλος — ο (ΑΜ ὄχλος) 1. πλήθος ατόμων με άτακτο τρόπο συνενωμένο («ἐν ἀγορᾷ πλήθοντος ὄχλου», Πίνδ.) 2. (με πολιτική σημ.) ο πολύς λαός, η λαϊκή μάζα, η κατώτατη κοινωνική τάξη («τῷ ὄχλῳ πρὸς χάριν τι λέγοντες οὐ τὰ ὄντα ἀπαγγείλωσιν», Θουκ.) νεοελλ.… … Dictionary of Greek